κοιτώ γύρω μου και αντικρίζω
χαμένους πλανήτες
ετερόφωτα ουράνια σώματα
να πίνουν καφέ
να καπνίζουν τσιγάρα
περιμένοντας έναν Ηλιο
να τους φωτίσει
να τους βάλει σε τροχιά
γύρω από εΑυτόν
να δώσει νόημα και προορισμό
στην ατέρμονα και τυχαία
περιπλάνηση τους στο σύμπαν
και Αυτοί κάθονται
μεταμφιεσμένοι σε θαμώνες
όμως αλλοίμονο
λίγοι τους διακρίνουν
ανάμεσα στα αστέρια
στ’ απόμερα τραπεζάκια
και αδιάκοπα προσπαθεί
ο Θείος με τον ασημένιο δίσκο
να τους προσ-φτάσει Όλους
αλλά εμείς από συνήθεια
όλο και στριμωχνόμαστε
για νά βρουμε εδώ μια θέση
συχνά και μόνο αφού «πληρώσει»
ένας Ηλιος του καφενείου αποχωρεί
αφήνοντας μια φλεγόμενη ουρά
από την κάφτρα του τσιγάρου
καθώς χάνεται με βήμα ταχύ
μες την αυγουστιάτικη νύχτα
Αυτόν δεν θα τον ξαναδείς εδώ
για να τον βρεις
Θεέ να ψάξεις
στο καφενείο του παράλληλου δρόμου
όπου σερβίρονται μόνον Ηλιοι
σε χρυσά σκεύη